- προσωδής
- -ές, Αφουσκωμένος, πρησμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + -ῳδής (< οἰδῶ «φουσκώνω, πρήζομαι»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσώδης — ῶδες, Α αυτός που αναδίδει κάποια οσμή, ιδίως δυσώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ώδης* (πρβλ δυσ ώδης, ευ ώδης)] … Dictionary of Greek
προσωδέστερον — προσώδης smelling adverbial comp προσώδης smelling masc acc comp sg προσώδης smelling neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσῳδεστέρου — προσῳδής swollen masc/neut gen comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)